- ἐπίπλασμα
- ἐπίπλασμαplasterneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίπλασμα — το (Α ἐπίπλασμα) [επιπλάσσω] έμπλαστρο νεοελλ. συγκολλητική πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται για το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ., στόκος … Dictionary of Greek
ἐπιπλασμάτων — ἐπίπλασμα plaster neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλάσμασι — ἐπίπλασμα plaster neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλάσμασιν — ἐπίπλασμα plaster neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλάσματα — ἐπίπλασμα plaster neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλάσματι — ἐπίπλασμα plaster neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλάσματος — ἐπίπλασμα plaster neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)